- ἀργάεις
- ἀργᾱεις1 white ταῦρον ἀργάεντα (contra Σ. εὐθαλῆ καὶ μέγαν) O. 13.69
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αργήεις — ἀργήεις, εσσα, εν και ἀργάεις και ἀργᾷς ( ᾱντος) (Α) 1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.) 2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή τού αργής*, τ. επιτεταμένος με το επίθημα Fεντ (πρβλ. δενδρήεις … Dictionary of Greek